- κουνενές
- ο1. βρέφος2. ανόητος, ξεμωραμένος, αφελής σαν μωρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. κουνώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουνενές — ο 1. το βρέφος. 2. ο ανόητος: Μας ήρθε ένας γέρο κουνενές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)